τεθωρακισμένος

τεθωρακισμένος
-η, -ο, Ν
φρ. «τεθωρακισμένα οχήματα» ή απλώς «τεθωρακισμένα»
στρ. εξοπλισμένα αυτοκινούμενα οχήματα μάχης που είναι καλυμμένα με θωράκιση (α. «ελαφρά τεθωρακισμένα» β. «τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού» γ. «τεθωρακισμένα οχήματα μάχης»)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τ. μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. θωρακίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τεθωρακισμένος — τεθωρᾱκισμένος , θωρακίζω arm with a breastplate perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρακίζομαι — θωρακίζομαι, θωρακίστηκα, θωρακισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: θωρακίζομαι : εύχρηστη η λόγια μτχ. τεθωρακισμένος ως επίθετο ή ουσιαστικό …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ԶՐԱՀԱՊԱՏ — ( ) NBH 1 0752 Chronological Sequence: Early classical ա. ԶՐԱՀԱՊԱՏ ԶՐԱՀԱՎԱՌ. Զրահիւք պատեալ, վառեալ. սպառազէն. յն. զրահաւորեալ. τεθωρακισμένος. *Կողինաւորք եւ զրահապատք շողայցեն. Ոսկ. մտթ. ՟Գ. 16: *Վառեալքն զրահավառք. Մծբ. ՟Ժ՟Թ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԶՐԱՀԱՎԱՌ — ( ) NBH 1 0752 Chronological Sequence: Early classical ա. ԶՐԱՀԱՊԱՏ ԶՐԱՀԱՎԱՌ. Զրահիւք պատեալ, վառեալ. սպառազէն. յն. զրահաւորեալ. τεθωρακισμένος. *Կողինաւորք եւ զրահապատք շողայցեն. Ոսկ. մտթ. ՟Գ. 16: *Վառեալքն զրահավառք. Մծբ. ՟Ժ՟Թ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”