- τεθωρακισμένος
- -η, -ο, Νφρ. «τεθωρακισμένα οχήματα» ή απλώς «τεθωρακισμένα»στρ. εξοπλισμένα αυτοκινούμενα οχήματα μάχης που είναι καλυμμένα με θωράκιση (α. «ελαφρά τεθωρακισμένα» β. «τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού» γ. «τεθωρακισμένα οχήματα μάχης»)·[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τ. μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. θωρακίζω].
Dictionary of Greek. 2013.